..................................ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ

_____________________________________________________________________________________________________________

..."Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει νά 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη......... Νίκος Μπελογιάννης

__________________________________________________________________________________________________________________________________________

* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * ** *

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Κ. Βάρναλης: Ο Γληνός ήταν ο δάσκαλος κι ο συμβουλάτοράς μου



Στις 26 του Δεκέμβρη 1943 έφυγε από τη ζωή ο κομμουνιστής δάσκαλος Δημήτρης Γληνός, ο οποίος άφησε τη σφραγίδα του στο προοδευτικό και κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας. Η πορεία του Δημήτρη Γληνού είναι μια συνεχής πορεία «όλο προς τα αριστερά», όπως έλεγε ο ίδιος, ενώ αυτοβιογραφούμενος τόνιζε ότι η ιδεολογική του διαδρομή ήταν «από τον Μιστριώτη στον Λένιν».
Με αφορμή αυτή την επέτειο μεταφέρουμε στο διαδίκτυο ένα κείμενο του Κώστα Βάρναλη, που δημοσιεύτηκε το 1946 και περιλήφθηκε στον αφιερωματικό τόμο «Στη μνήμη Δημήτρη Α. Γληνού – μελέτες για το έργο του και ανέκδοτα κείμενά του», που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά από τις εκδόσεις Νέα Βιβλία.
Στο κείμενο ο ποιητής αναφέρεται στη γνωριμία του με το Γληνό, τον οποίο είχε δάσκαλο, περιγράφει τη σχέση όπως σφυρηλατήθηκε στο καμίνι της ταξικής πάλης στο πέρασμα του χρόνου, και δίνει  στις επόμενες γενιές ένα αντιπροσωπευτικό πορτρέτο της τεράστιας προσωπικότητας του κομμουνιστή παιδαγωγού και διανοητή Δ. Γληνού, γραμμένο με σεβασμό και αγάπη.
* * *
Ο Γληνός, ο δάσκαλος, όπως τόνε λέγανε στην εξορία και στις φυλακές οι αγωνιστές του λαού και σύντροφοι του φασιστικού διωγμού, ήτανε και δάσκαλός μου. Εδώ και τριάντα χρόνια, στα 1915, στο διδασκαλείο της μέσης εκπαίδευσης, πλατεία Κουμουντούρου. Ο Γληνός ήτανε τότες διευθυντής αυτού του διδασκαλείου με το προσαρτημένο σ’ αυτό πρότυπο γυμνάσιο. Διευθυντής  από το 1912.
Νεότατον ακόμα, μόλις τριαντάρη, τον είχε διορίσει σ’ αυτήνε την πολύ σημαντική και υπεύτυνη θέση ο τότε υπουργός της παιδείας Ι. Τσιριμώκος. Ήτανε η εποχή της αστικής ανόδου και φορέας αυτής της ανόδου το κόμμα των φιλελευθέρων, που ο Τσιριμώκος αποτελούσε ένα από τα γερότερά του στελέχη. Με την ομολογημένη του εξυπνάδα ο Τσιριμώκος είχε αντιληφτεί με τις πρώτες κουβέντες τη σοβαρότητα της μόρφωσης, το προοδευτικό μυαλό, τη διοικητική και οργανωτική ικανότητα του νεαρού παιδαγωγού, που μόλις είχε γυρίσει από τη Γερμανία.
Και πρώτα του ανάθεσε να συντάξει τα περίφημα τότε «εκπαιδευτικά  νομοσχέδια Τσιριμώκου», που σταθήκανε η βάση της μοναδικής ως τότε προοδευτικής πολιτικής στην παιδεία, που ονομάστηκε «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Ύστερα τον διόρισε διευθυντή του Αρσακείου και σε λίγο διευθυντή του διδασκαλείου της μέσης.
Απ’ όλα τούτα τα πόστα ο Γληνός μπορούσε να επιδράσει για την αναγέννηση της καθυστερημένης μας σχολαστικής παιδείας και για το συγχρονισμό της κι από την άποψη της γλώσσας κι από την άποψη του σκοπού· να επιδράσει και στο μελλοντικό δασκάλικο προσωπικό της δημοτικής εκπαίδευσης (στο Αρσάκειο) και στους ήδη διορισμένους λειτουργούς της μέσης με τη μετεκπαίδευσή τους στο διδασκαλείο. Αργότερα, στα 1924 συνέχισε την ίδια δουλειά στην παιδαγωγική ακαδημία.
Ο Γληνός στάθηκε ένας από τους ανώτερους αξιωματούχους της παιδείας. Αλλά δεν έπαιρνε θέσεις γραφείου, θέσεις διοικητικές, παρά θέσεις δημιουργικές. Έμπαινε στην πρώτη γραμμή της μάχης· δεν έμενε πίσω με το επιτελείο. Και μονάχα έτσι μπόρεσε να φκιάσει ένα έργο, πού δεν το πήρε ο άνεμος και να σπείρει ιδέες, που τις δικαιώνει σήμερα η εξέλιξη.
Στα 1915 ο Γληνός ήτανε πάνου κάτου τριαντατριώ χρονώ. Στην πλήρη του πνευματική ωριμότητα και στην πιο αποδοτική του δράση. Έλαμπε από νιάτα, υγεία, πεποίθηση και αισιοδοξία. Ωστόσο πάντα αυτοκυριαρχημένος, ισόρροπος, μελετημένος, που τίποτα δε μπορούσε να τον αιφνιδιάσει, γιατί όλη του τη δουλειά την κατείχε και στις γενικές της γραμμές και στις λεπτομέρειες σαν ένας φωτισμένος αρχηγός, που τα ξαίρει όλα και τα προβλέπει όλα―και προ παντός που πιστεύει στο δίκιο της αποστολής του. Από τότες, χωρίς να το μαντεύει ακόμα, ήταν ο οδηγητής· ο δημιουργός ενός καλύτερου πνευματικού μέλλοντος για την προκοπή του έθνους και μιας δικαιότερης ζωής για το λαό.
Ζητούσε η μόρφωση του έθνους να μην είνε, όπως ήταν ως τότες αριστοκρατική, παρά να γίνει δημοκρατική με όργανο διδασκαλίας τη γλώσσα του λαού, με σκοπόν όχι να στερεώνει τα προνόμια της αστικοτσιφλικάδικης όλιγαρχίας του τόπου και να βαστάει το λαό στο σκοτάδι, παρά να τον φωτίσει και να του ανεβάσει το εκπολιτιστικό του επίπεδο.
Κ. Βάρναλης: Ο Γληνός ήταν ο δάσκαλος κι ο συμβουλάτοράς μου
Κώστας Βάρναλης (αριστερά) – Δημήτρης Γληνός
Αλλά πώς ο Γληνός έγινε δάσκαλός μου; Στο πανεπιστήμιο είμαστε σχεδόν σύγχρονοι. Τριτοετής της φιλολογίας εκείνος, πρωτοετής εγώ. Τον πρόσεξα τότες, όταν στα 1904 η βιβλιοθήκη Μαρασλή είχε εκδόσει «Το πρόβλημα της γραφομένης νέας ελληνικής» του Κρουμπάχερ με μετάφραση κι ανασκευή του έργου από το Γ. Χατζηδάκη. Ο Γληνός δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του στα προπύλαια του πανεπιστημίου για την σοφήν υπεράσπιση της δημοτικής από το βαυαρό βυζαντινολόγο και για τη σοφιστική και καθαρά εριστική απάντηση του αντιδραστικού καθηγητή μας της γλωσσολογίας.
Κι όμως, αν και συνομήλικοι σχεδόν, τάφερε η μοίρα να γίνει αυτός δάσκαλός μου και εγώ μαθητής του.
Στο διδασκαλείο του Γληνού γινότανε, όπως είπα, η μετεκπαίδευση των λειτουργών της μέσης (ελληνοδιδασκάλων, σχολαρχών, καθηγητάδων και γυμνασιαρχών όλων των ειδικοτήτων: φιλολόγων, θεολόγων, φυσικομαθηματικών). Και στο προσαρτημένο πρότυπο γυμνάσιο οι μετεκπαιδευόμενοι παρακολουθούσανε τις διδασκαλίες των καθηγητών του γυμνασίου και στο τέλος της χρονιάς κάνανε και οι ίδιοι πρακτικές ασκήσεις εφαρμογής της παιδαγωγικής τους μάθησης.
Τότες ήμουνα σχολάρχης στα Μέγαρα κ’ είχα κληθεί κ’ εγώ με καμμιά πενηνταριά άλλους για μετεκπαίδευση. Κ’’ έτσι εγώ, ο πρώην συμφοιτητής και φίλος και συνάδελφος του Γληνού, αλλά και συναγωνιστής στον αγώνα για την επιβολή της δημοτικής, γινόμουνα «πνευματικόν του τέκνον», για να γίνω αργότερα, στα 1924, συνεργάτης του στην παιδαγωγική ακαδημία, ως καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Αξέχαστα χρόνια! Η πλειονότητα των μετεκπαιδευομένων είμαστε νέοι, ζωηροί, γεμάτοι πίστη στο δημοτικισμό, στην ελευθερία του πνεύματος, στην πρόοδο του έθνους. Αυτόν τον αέρα της δημιουργικής πίστης και της γόνιμης δράσης μας τον εμφυσούσε ο Γληνός. Μόνη η αυτοκυριαρχημένη παρουσία του, η γαλήνη του, ασκούσανε μιαν ακαταμάχητη γοητεία σ’ όλους, και στους φίλους και στους αντίθετους, γιατί ανάμεσά μας υπήρχανε κάμποσοι φανατικοί καθαρευουσιάνοι παλιού τύπου κι αμετακίνητοι οπαδοί του στείρου εκπαιδευτικού ιδανικού των λογιοτάτων. Όμως κανένας δεν αμφισβητούσε την επιβλητική προσωπικότητα του Γληνού, τη ζωντανή παιδαγωγική του κατάρτιση, καθώς και την ακεραιότητα του ήθους του και την ειλικρίνεια της πίστης του. Γιατί κανένας δε μπορούσε να μην αντιληφτεί, πως ο Γληνός είχε τάξη στο μυαλό του, ιδέες θετικές, μέθοδο ατράνταχτη (διαλεχτική) για την ερμηνεία των φαινομένων, την ικανότητα να πραγματοποιεί ό,τι πίστευε και προ παντός το μεγάλο δώρο του λόγου. Γιατί ο Γληνός δεν ήτανε μονάχα υπέροχος δάσκαλος και δημιουργός· ήτανε και άφταστος ομιλητής. Είχε το σπάνιο προτέρημα όχι να ρητορεύει κατά το συνηθισμένο τρόπο των πολιτικάντηδων δημοκόπων ή των αερολόγων καθηγητών για την «παραχρήμα ηδονήν» των χαζών. Ο Γληνός είχε καθαρές ιδέες κ’ ήξαιρε να τις αναπτύσσει παστρικά και με τέχνη. Ο λόγος του γοήτευε με την αντικειμενικότητα των αληθειών του, με τη μαστοριά του ύφους του και με τη θέρμη τής πίστης του. Είχε το χάρισμα εκείνο του Περικλή, όπως τόσο επιγραμματικά το προσδιόρισε ο μεγάλος Θουκυδίδης: «γνώναι τα βέλτιστα και ερμηνεύσαι αυτά», δηλαδή το χάρισμα να καταλαβαίνει το σωστό και το συμφέρο και να μπορεί να το εκφράζει με το λόγο: να πείθει και να οδηγεί στην πράξη.
Τέτιος παιδαγωγός, σαν το Γληνό, με την άρτια θεωρητική του κατάρτιση, με τη μοναδική του διδακτική ικανότητα, με το εξαίσιο τάλαντο του λόγου και με τη σωστή κοινωνική του τοποθέτηση (αν και τότες, όχι ρητή και φανερή) ήτανε φυσικό, πως θα τρόμαζε τη «νεοεληνική πραγματικότητα», την πανίσχυρη ακόμα αντίδραση του καιρού εκείνου: το κοτζαμπασίδικο αρνητικό πνεύμα στην οικονομία, στην πολιτική, στην επιστήμη, στην παιδεία και στον τύπο, το στείρο και τυχοδιωκτικό μεγαλοϊδεατισμό των εκμεταλλευτών του λαού. Και ξεσηκώθηκε σε λίγα χρόνια (στα 1924) ενάντιά του. Σ’ έναν τόπο, που η μαυρίλα μονοπωλεί τις «αλήθειες» και φρουρεί την «ηθική» και υπερασπίζεται το «έθνος» και την «αγνή ελληνική οικογένεια» και τις «εθνικές παραδόσεις», ήτανε φυσικό η μαυρίλα να «βασιλεύει» και να κλείνει το φως στα μπουντρούμια.
Ο Γληνός (όσο θυμάμαι ύστερα από 20 χρόνια) μας δίδασκε παιδαγωγικά και ηθική. Και τις ώρες που είχαμε αυτά τα μαθήματα (που σ’ άλλα σχολαστικά και στείρα χέρια θα ήτανε τα πιο ανιαρά» τις θεωρούσαμε τις  πιο ευτυχισμένες της ημέρας. Ήτανε ώρες γοητείας. Και η γοητεία τούτη του δασκάλου χρωστιότανε όχι μονάχα στο χάρισμα του λόγου, στη σαφήνεια τού λόγου και στην ουσιαστικότητα τού λόγου—ενός λόγου αμείλιχτα αντιβερμπαλιστικού, αλλά γενικότερα στο αχτιδοβόλημα της προσωπικότητάς του. Μας άνοιγε τα μάτια, που μας είχανε στραβώσει οι γλαύκες του πανεπιστημίου και μας έκανε να βλέπουμε τον κόσμο και τα φαινόμενά του εξελιχτικά (επιστημονικά), επομένως μας αποκάλυπτε τον κόσμο για πρώτη φορά όπως είνε κι όχι όπως τον θέλουμε κι όπως πρέπει να είνε.
Για την εποχήν εκείνη, την εποχή της δημοσιοϋπαλληλικής του υπηρεσίας, ο Γληνός δεν ήτανε μονάχα ένας έξοχος δάσκαλος παρά κ’ ένας πρωτοπόρος. Το υλικό που μας δίδασκε, όσο και νάτανε καλά διαλεμένο και καλύτερα δουλεμένο, μπορούσε κανείς επί τέλους να το βρει όπως-όπως στα πιο καινούρια βιβλία. Μα η διαλεχτική του μέθοδο, ήταν ένα καινούριο πνευματικό όπλο για την κατανόηση και την κατάχτηση της ζωής. Σ’ αυτό ήτανε ουσιαστικά πρωτοπόρος. Υπήρξανε στον καιρό του κι άλλοι ριζοσπάστες νέοι επιστήμονες, που ακουστήκανε πολύ. Ο ριζοσπαστισμός τους όμως ήτανε τυπολογικός. «Επαναστάτες» τής γλώσσας. Στο βάθος αντιδραστικοί. Κι απόδειξη. Όταν λίγα χρόνια αργότερα, στα 1925, η εξέγερση της αντίδρασης ενάντια στην παιδαγωγική ακαδημία ξεχώρισε τους αληθινούς πρωτοπόρους από τούς ψεύτικους, ο Γληνός πέρασε στο στρατόπεδο του λαού (της κοινωνικής επανάστασης) κ’ έγινε ένας από τους πιο έγκυρους πνευματικούς του ηγέτες, ενώ οι ψευτοεπαναστάτες και ουτοπιστές της επιφάνειας περάσανε στην αντίδραση, άμεσα ή έμμεσα δεν χει σημασία.
Αλλ’ αν στη διδασκαλία του ο Γληνός ήτανε σπουδαίος, στα φροντιστήριά του ήτανε σπουδαιότερος. Εκεί έδειχνε πόσο οι γνώσεις του δεν ήτανε βιβλιακές παρά ζωντανές κ’ εκεί έδειχνε την μεγάλη του ικανότητα του «γνώναι τα βέλτιστα και ερμηνεύσαι αυτά».
Έδινε από την αρχή της χρονιάς διάφορα θέματα (παιδαγωγικά, φιλοσοφικά, αισθητικά, κοινωνιολογικά κλπ.) σε πολλούς μετεκπαιδευόμενους (για κάθε θέμα ένας εισηγητής και ένας συνεισηγητής) κι αυτά τα θέματα τα αναπτύσσανε οι αρμόδιοι σε ορισμένες από τα πριν ημέρες. Κατόπι γινότανε η συζήτηση. Ο Γληνός προέδρευε. Έδινε το λόγο και διεύθυνε τη συζήτηση. Και στο τέλος έπαιρνε αυτός το λόγο. Κ’ έβγαζε την «απόφαση». Έκανε πρώτα μια ανακεφαλαίωση των ειπωμένων. Κ’ ύστερα προσπαθούσε να βρει ποιες γνώμες ήταν επιστημονικά βάσιμες και ποιες όχι και τέλειωνε με την πιο σωστή τοποθέτηση τού ζητήματος, που κανένας δεν ένοιωθε, πώς αυτή δεν ήτανε σωστή, εξόν από τους φανατισμένους με την άποψή τους, αλλά ο φανατισμός μπορεί να είνε αντικείμενο της επιστήμης όχι όμως και μέθοδο της επιστήμης.
Το Γληνό τον ξαναβρήκα δάσκαλο και στα 1935, στον Αη Στράτη. Εκεί μας είχε στείλει δεμένους να πάρουμε τον αέρα μας ο θρυλικός κεραυνός Κονδύλης, όσο να τελειώσει το θρυλικό του δημοψήφισμα για την επαναφορά του Γλύξμπουργκ (με τη δικαιολογία που έδωσε στη Βουλή, πως η Ελλάδα είνε χώρα καθυστερημένη κ’ επομένως δεν της κάνει το καλύτερο πολίτευμα της δημοκρατίας, παρά το χειρότερο της βασιλείας!..)
Εκεί στην εξορία ο Γληνός ξανάγινε δάσκαλος όχι πια των δασκάλων παρά των αγωνιστών του λαού. Έκανε σειρά ενδιαφέρουσες ομιλίες για πολλά ζητήματα (για την υλική και την πνευματική απολύτρωση των λαών της Σοβιετικής Ένωσης, για το πως πρέπει να γράφουμε κλπ.). Αλλά το ρόλο του δασκάλου δεν τον περιόριζε μονάχα σ’ αυτές τις ομιλίες παρά έκανε και δουλειά διαφωτιστή. Ήτανε ο δάσκαλος μιανής από τις πολλές ομάδες των εξορίστων, αλλά δυστυχώς εγώ δεν ανήκα στην ομάδα του.
Πάντως ο Γληνός, όσο ζούσε, στάθηκε ο συμβουλάτοράς μού-ο δάσκαλός μου-σ’ ό,τι βιβλίο έγραφα. Την «Απολογία του Σωκράτη» και τι «Φως που καίει» (δεύτερη έκδοση), αυτός πρώτος τα διάβασε δαχτυλογραφημένα κ’ είπε τη γνώμη του· τη γνώμη του και για την τεχνική τους αξία και για την καλή (ή κακή) γραμμή τους.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Τη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη με αφορμή την συμπλήρωση 65 χρόνων από την εκτέλεσή του, στις 30 Μάρτη 1952 θα τιμήσει το Ελληνικό Κοινοβούλιο

Ο Ν. Μπελογιάννης, οι ναζιστές και η Καθημερινή

του  Χρήστου Κάτσικα


Η Βουλή με απόφαση του πρόεδρου της θα τιμήσει, όπως γράφεται, τη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη με αφορμή την συμπλήρωση 65 χρόνων από την εκτέλεσή του, στις 30 Μάρτη 1952
Με αφορμή την είδηση, η ναζιστική Χρυσή Αυγή αφήνιασε: «Η λογική λέει ότι το να τιμάται από το Κοινοβούλιο μας Χώρας ένας καταδικασμένος για κατασκοπεία εναντίον της Πατρίδος του αποτελεί όχι απλώς μη υπαρκτό φαινόμενο αλλά μακάβρια φαντασίωση προσβολής της Ιστορικής Μνήμης». Και συνεχίζει η ναζιστική εφημερίδα: «Ιδιαίτερα για τον Μπελογιάννη αξίζει να σημειωθεί η ενεργή συμμετοχή του στην σφαγή αμάχων και γυναικόπαιδων στον Μελιγαλά τον Σεπτέμβριο του 1944, καθώς και η απίστευτη προσήλωσή του στο πρόσωπο του μεγαλύτερου εγκληματία όλων των εποχών, τον Ιωσήφ Στάλιν, με αποτέλεσμα να αποτελεί κι αυτός ένα από τα πιο πιστά ''σκυλιά'' του».
Αυτά, λοιπόν, γράφει η εφημερίδα των εγχώριων ναζιστών στις 9 Φεβρουαρίου 2017 και δεν μας εκπλήσσουν καθόλου, βέβαια, οι ιδεολογικοί απόγονοι των ταγματασφαλιτών. Υπερασπίζονται την εγκληματική ιστορία τους.
Ποιος έρχεται να τους συνδράμει;  Ο γνωστός αρθρογράφος της Καθημερινής κ. Στέφανος Κασιμάτης.
Να, λοιπόν τι γράφει στην «Καθημερινή» την Κυριακή 12/2/2017:
Στέφανος Κασιμάτης - Καθημερινή 12/2/2017
Αξίζει την τιμή;
Η Βουλή, πληροφορούμαι, ετοιμάζεται να τιμήσει τη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη. Μάλλον από λεπτότητα στη μνήμη του νεκρού (διότι ο Μπελογιάννης αγωνιζόταν για να καταργήσει τη Βουλή...), η εκδήλωση δεν θα γίνει στο γνωστό κτίριο που δεσπόζει της πλατείας Συντάγματος, αλλά στην Αμαλιάδα, τόπο καταγωγής του Μπελογιάννη. Ωστόσο, ο Μπελογιάννης καταδικάστηκε για κατασκοπεία εις βάρος της πατρίδας του και εξ όσων γνωρίζω δεν έχει υπάρξει ποτέ αναθεώρηση της δίκης. Μπορεί, λοιπόν, η θανατική ποινή που του επιβλήθηκε τότε να ήταν σκληρή και, ενδεχομένως, άδικη· όμως η καταδίκη του ήταν δίκαια και εξακολουθεί να ισχύει. Δεν είναι παράλογο η Βουλή να τιμά έναν καταδικασθέντα για κατασκοπεία εις βάρος της χώρας του; Μου φαίνεται ότι αρχίζω να καταλαβαίνω τι εννοεί ο Πρωτάνθρωπος των Σφακίων όταν λέει «προσπαθούμε ακόμη να πάρουμε την πραγματική εξουσία.
Προφανώς όποιος γνωρίζει τα γραπτά του Στέφανου Κασιμάτη δεν εκπλήσσεται: Ο ίδιος, στην ίδια εφημερίδα (16/09/12),  έγραψε άρθρο με τίτλο «Η ευκαιρία της Χρυσής Αυγής για τη δημοκρατία», όπου σημείωνε:
«Όσοι πιστεύουμε στην δημοκρατία οφείλουμε ένα μεγάλο "ευχαριστώ" στην Χρυσή Αυγή - και σοβαρολογώ απολύτως. Της το οφείλουμε για την ευκαιρία που μας προσφέρει -και μάλιστα την ώρα που την έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη- ώστε να διορθώσουμε λάθη δεκαετιών και να κάνουμε μια νέα αρχή στην πολιτική ζωή. Είναι η ευκαιρία που δίνεται στη νομιμότητα να αναμετρηθεί, επιτέλους, με την οιονεί νομιμοποιημένη βία της Αριστεράς: αυτό το καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης (...).»
Ναι, δεν μας εκπλήσσει ο κ. Στέφανος Κασιμάτης αλλά δεν μας εκπλήσσει ούτε η Καθημερινή που τον φιλοξενεί! Και δεν μας εκπλήσσει γιατί η καλή αυτή εφημερίδα έχει δώσει το στίγμα της εδώ και πολλά χρόνια. Για παράδειγμα  στις 29 Απρίλη 1941, δυο μόλις μέρες, από την είσοδο των γερμανικών Ες-Ες στην Αθήνα η «Καθημερινή» έγραφε:
Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος. Η θέλησις των Ελλήνων, όπως εντός του ειρηνικού πλαισίου, το οποίο εξασφαλίζει εις αυτούς ο τερματισμός του πολέμου, αναπτύξουν όλας των τας ικανότητας και όλας των τας πρωτοβουλίας, θα δώση ασφαλώς αφορμήν διά να εκδηλωθούν όλαι εκείναι αι κεκρυμμέναι αρεταί της φυλής μας, αι οποίαι είτε εξ αδιαφορίας, είτε εξ αισθημάτων ηλαττωμένης αλληλεγγύης δεν είχον ανέλθει εις την επιφάνειαν τους τελευταίους καιρούς. Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν -περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν.
Αυτά γράφονταν τότε. Από την «Καθημερινή». Σε μια περίοδο, που, όπως σημειώνει εύστοχα και ο Νίκος Μπογιόπουλος, ο «χρυσαυγιτισμός» δεν είχε ανάγκη, όπως σήμερα, να κυκλοφορεί... με πολιτικά.
Ήταν τότε που οι «κατάσκοποι» σαν τον Μπελογιάννη πολεμούσαν τους ναζί κατακτητές. Αλλά η «Καθημερινή» διακήρυττε ότι οι Γερμανοί ναζί «είναι φίλοι μας»... 
Λίγα χρόνια αργότερα, στις 15 Φεβρουαρίου του 1952, στη δεύτερη δίκη στην οποία είχε παραπεμφθεί με βάση τον νόμο 375 του 1936, ο Νίκος Μπελογιάννης τόνιζε στο δικαστήριο (η σύνθεση του οποίου είχε προεπιλεγεί από την παραστρατιωτική οργάνωση ΙΔΕΑ και ένας απο τους στρατοδίκες ήταν και ο μετέπειτα δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος):
Θα έλεγα ότι "δε μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου", γιατί ο κόσμος το 'χει τούμπανο τι ρόλο παίζουν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα. Και εδώ μέσα αποδείχτηκε ο ρόλος τους, ακόμη και στις ανακρίσεις της Ασφάλειας. Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα (...). Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα; Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και το θάνατο, ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτα. Τη δίνουν για ν' ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δε θα το ζήσουν. Ποιο όργανο των ξένων μπορεί να προσφέρει τη ζωή του σ' έναν τέτοιο μεγάλο σκοπό;.
«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν κινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και, ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Εξήντα τρία χρόνια από τη δολοφονία του Νίκου Μπελογιάννη